- θρασυλογώ
- θρασυλογῶ, -έω (Α) [θρασυλόγος]μιλώ με θράσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
θρασυλογία — θρασυλογία, ἡ (Α) [θρασυλογώ] η θρασεία ομιλία … Dictionary of Greek